στράτευμα

στράτευμα
-ατος + τό N 3 0-0-0-0-7=7 Jdt 11,8; 1 Mc 9,34; 2 Mc 5,24; 8,21; 12,38
expedition, campaign Jdt 11,8; army, host 1 Mc 9,34; στρατεύματα troops 4 Mc 5,1
→NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στράτευμα — expedition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράτευμα — το, ΝΜΑ, και στράτεμα Ν [στρατεύω (Ι)] συντεταγμένη στρατιωτική δύναμη, στρατός νεοελλ. σύνολο πολλών συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων ενός κράτους ή και το σύνολο τών ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας αρχ. 1. εκστρατεία, στρατεία* 2. το ναυτικό 3.… …   Dictionary of Greek

  • στράτευμα — το στρατός ή τμήμα στρατού: Τα εχθρικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στράτευμ' — στράτευμα , στράτευμα expedition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευμάτοιν — στράτευμα expedition neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατευμάτων — στράτευμα expedition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύμασι — στράτευμα expedition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύμασιν — στράτευμα expedition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύματα — στράτευμα expedition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύματε — στράτευμα expedition neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατεύματι — στράτευμα expedition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”